λυκόπουλο

λυκόπουλο
το
1. το νεογέννητο του λύκου.
2. ο μικρός πρόσκοπος: Θα παρελάσει με τα λυκόπουλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λυκόπουλο — το 1. νεογνό λύκου, λυκιδεύς 2. μτφ. παιδί μικρής ηλικίας που ανήκει στην πρώτη βαθμίδα τών προσκόπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + πουλο* (< πουλος < λατ. pullus «νεοσσός»)] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • λυκιδεύς — ο (Α λυκιδεύς, έως) το νεογνό τού λύκου, λυκόπουλο («θρέψαι καὶ λυκιδεῑς, θρέψαι κύνας ὥς τυ φάγωντι», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επίθημα ιδεύς (πρβλ. αετ ιδεύς, λεοντ ιδεύς)] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • μονιάς — ο [μονιά] 1. λύκος που παραμονεύει και ενεδρεύει στο ίδιο μέρος για να αρπάζει ζώα, και ιδίως πρόβατα, από τα κοπάδια 2. πρωτότοκο λυκόπουλο 3. φρ. «παλιός μονίας» άνθρωπος πολύ πανούργος ή άνθρωπος πολύ έμπειρος, αλλ. γερόλυκος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”